-
1 передел
I.(деление заново) το ξαναμοί-ρασμα, η αναδιανομή.II. мет. η μεταλλουργική φάσηчетвёртый - η συμπληρωματική κατεργασία (π.χ. η διαμόρφωση, η επικάλυψη με προστατευτική στρώση)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > передел